- ἔψαυσα
- ψαύωtouchaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔψαυσ' — ἔψαυσα , ψαύω touch aor ind act 1st sg ἔψαυσο , ψαύω touch plup ind mp 2nd sg ἔψαυσο , ψαύω touch perf imperat mp 2nd sg ἔψαυσε , ψαύω touch aor ind act 3rd sg ἔψαυσαι , ψαύω touch perf ind mp 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψάχνω — και διαλ. τ. ψάχω Ν 1. αναζητώ, γυρεύω κάποιον ή κάτι (α. «ψάχνω τον δάσκαλο» β. «ψάχνω το σπίτι του») 2. ερευνώ («έψαξαν όλο το σπίτι») 3. ψαχουλεύω («ψάχνω τις τσέπες μου για ψιλά») 4. μέσ. ψάχνομαι α) αναζητώ κάτι επάνω μου («μισή ώρα ψαχνόταν … Dictionary of Greek
ψαύω — ΝΑ αγγίζω κάτι ελαφρά, ψηλαφώ με τις άκρες τών δαχτύλων αρχ. 1. (γενικά) αγγίζω κάτι («χεροῑν καλλιρρόου ἔψαυσα πηγῆς», Αισχύλ.) 2. φθάνω σε κάτι, κερδίζω («ψαύω ὕμνων», Πίνδ.) 3. αγγίζω κάτι με εχθρική διάθεση 4. μτφ. α) θίγω ένα θέμα χωρίς να… … Dictionary of Greek
ψαύω — ψαύω, έψαυσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής